φανερώσεως

φανερώσεως
φανερώσεω̆ς , φανέρωσις
disclosure
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • πατροπασχίτες — Αιρετικοί χριστιανοί του 3ου αι., που δίδασκαν ότι «ο Πατήρ ενηνθρώπισεν εν τω Υιώ». Τους π. πολέμησε ο Τερτυλλιανός με το έργο του Adversus Praxean και ο Ιππόλυτος με το Σύνταγμα κατά αιρέσεων λδ’. Τελικά ο Ωριγένης, στη σύνοδο που συγκροτήθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”